ντόβας (ο)
ο βλάκας, ο μικρόμυαλος, το ντουβάρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόβας /ὁ/ (Τ. dουβὰρ) = δύσνους, μικρόνους, μωρός, βλάξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο βλάκας, ο μικρόμυαλος, το ντουβάρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόβας /ὁ/ (Τ. dουβὰρ) = δύσνους, μικρόνους, μωρός, βλάξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κωνσταντινος Ντοβας -
Ντόβας-Προέρχεται από το τούρκικο ντουά που σημαίνει προσευχή και ικέτης