ντουβάρι (το)
τοίχος.
μτφ.: ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο κουτός, ο βλάκας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντ(ου)βάρ(ι) /τὸ/ (Τ. dουβὰρ) = τοῖχος, ἄνθρωπος μικρόνους, δύσνους, βλάξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Υβριστικός χαρακτηρισμός. Ιδίως παιδιού “που δεν παίρνει τα γράμματα”. Είσαι ντουβάρι, λέμε, εννοώντας πως κάποιος είναι βλάκας. Αυτή είναι η μεταφορική σημασία της λέξης ντουβάρι-τοίχος, που είναι δάνειο από την τουρκική duvar (Βαρδιάμπασης, Δ/217).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης