μπαρτσακλὸς -ὴ -ὸ
Μπαρτσακλὸς -ὴ -ὸ (Τ. παρτσᾶ, Τ. Σ. Ἀλ. bαλτσὰκ) = ἐξηρθρωμένος, ἀσύμμετρος, ἀνάπηρος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπαρτσακλὸς -ὴ -ὸ (Τ. παρτσᾶ, Τ. Σ. Ἀλ. bαλτσὰκ) = ἐξηρθρωμένος, ἀσύμμετρος, ἀνάπηρος.