ἀμάλαγος -η -ο 21 Νοέ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀμάλαγος -η -ο: (ἀ-μαλάσσω) = ἀχειρόπιαστος, ἄθικτος, ἁγνός.