λουστροκοπανιῶμαι -ίζομαι
Λουστροκοπανιῶμαι -ίζομαι (Λ. lastro, Ἰ. lustre, lusso-κοπανίζω) = λούομαι μὲ ἐπίμονον αὐταρέσκειαν, καλλωπίζομαι ἐπιμελῶς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λουστροκοπανιῶμαι -ίζομαι (Λ. lastro, Ἰ. lustre, lusso-κοπανίζω) = λούομαι μὲ ἐπίμονον αὐταρέσκειαν, καλλωπίζομαι ἐπιμελῶς.