λινοκόκκι (το)
ο σπόρος, οι κόκκοι του λιναριού.
Χρησιμοποιείται αποτελεσματικά στη λαϊκή θεραπευτική, ως θερμαντικόν: Έκαναν το λεγόμενο κατάπλασμα ή μπλάθρι και το ΄βαναν στις πλάτες του αρρώστου όταν κρυολογούσε. Αφού το κοπάνιζαν καλά, το ΄βραζαν με γάλα κι έβαναν στερνά το μείγμα σε ειδική πάνινη σακούλα, την οποία τοποθετούσαν στο πονεμένο μέρος. Ήταν το κατάπλασμα καλό για τους μυξίτες (=καλόγηρους).
Από γιατροσόφι: “βάλε αίρα τριμμένη και λινοκκόκιν και του περιστεριού την κοπριά και τα τρία ισόμετρα και βράστα με κρασί έως να γένουν αλοιφήν και βάνε του συχνά απάνου εις τα χελώνια (=πρήξιμο αδένων του λαιμού στους εφήβους) και χάνονται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)νοκόκκι /τὀ/ (λίνον-κόκκος) = λιναρόσπορος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λινοκόκι = ὁ σπόρος τοῦ λιναριοῦ.