Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λινοκόκκι (το)

ο σπόρος, οι κόκκοι του λιναριού.
Χρησιμοποιείται αποτελεσματικά στη λαϊκή θεραπευτική, ως θερμαντικόν: Έκαναν το λεγόμενο κατάπλασμα ή μπλάθρι και το ΄βαναν στις πλάτες του αρρώστου όταν κρυολογούσε. Αφού το κοπάνιζαν καλά, το ΄βραζαν με γάλα κι έβαναν στερνά το μείγμα σε ειδική πάνινη σακούλα, την οποία τοποθετούσαν στο πονεμένο μέρος. Ήταν το κατάπλασμα καλό για τους μυξίτες (=καλόγηρους).
Από γιατροσόφι: “βάλε αίρα τριμμένη και λινοκκόκιν και του περιστεριού την κοπριά και τα τρία ισόμετρα και βράστα με κρασί έως να γένουν αλοιφήν και βάνε του συχνά απάνου εις τα χελώνια (=πρήξιμο αδένων του λαιμού στους εφήβους) και χάνονται”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ι)νοκόκκι /τὀ/ (λίνον-κόκκος) = λιναρόσπορος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λινοκόκι = ὁ σπόρος τοῦ λιναριοῦ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.