λιμὰ 08 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λιμὰ /τὰ/ (Λ. lima, Ἰ. limo) = ἔντεχνος παραπλανητικὴ πολυλογία. «τὸν ἐκατάφερε μὲ τὰ λιμά».