Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόμολο (το)

το μικρό παιδί, το νήπιο. μτφ: ο άχρηστος, ο τιποτένιος, ο μικροκαμωμένος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόμολο /τὸ/ (Ἰ. mammolo) = νήπιον, παιδίον, ἀσήμαντος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.