κρένω
Κρένω βλ. λ. κραίνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε: αυτός (η) δε μ΄κρένει (μιλάει). Η λέξη μας είναι κι αυτή η μεσαιωνική κρένω που προέρχεται από το αρχαίο κρίνω.
Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει το λαϊκό δίστιχο: “Αγγέλω μ΄ κρένει η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει”. και λέει ότι το κρένω είναι συνώνυμο του λέγω.”Χρειάζεται όμως προσοχή στην ορθογραφία γιατί εξαιρείται το ρήμα μαζί με κάποια άλλα του κανόνα των λεγόμενων εις -αίνω ρημάτων και γράφεται με -ε (κραίνω με -αι, είναι άλλο αρχαίο ρήμα.)
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης