κουκουμ΄διά (η)
άπνοια με αποπνικτική υγρασία (κουκουμδιά)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουκουμ(ι)διὰ /ἡ/ (Λ. humiditas) = ὑγρὰ νηνεμία, ὑγρασία μετ’ ἀπνοίας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
‘Άπνοια με αποπνικτική υγρασία” (Κοντομίχης), που δημιουργεί πονοκέφαλο και ακεφιά. Κουκούμι είναι η χύτρα, κουκούμιν, το μεσαιωνικό και μεταγενέστερα κουκούμιον, υποκοριστικό του λατινικού cucuma (λέβης) – Ανδριώτης.
Ο Σκαρλάτος αποδίδει “ιπνολέβης” (ίπνιος, ο φούρνος), θερμαντήρας, “λέβης κτιστός, κατάλληλος προς θέρμανσιν ύδατος” (Δημητράκος). Έτσι προκαλείται ζέστη και υγρασία, κουκούμι-κουκουνουδιά (μεταφορικά για την ατμόσφαιρα!).
Η “humiditas” (Humidus είναι του Λάζαρη, δεν ταιριάζει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης