Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτσανιάζω

Κοτσανιάζω (κόπτω, κοψός, Ἀ. κότσκε) = ἀπομένω γυμνὸς μίσχος, ἀπονεκροῦμαι, ἀποθνήσκω, «τὰ κοτσάνιασε».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.