κιοτεύω 24 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κιοτεύω (Τ. κιοτί, Ἰ. chiotto) = μένω σιωπηλὸς καὶ ἀναποφάσιστος, δειλιῶ.