κέστρα (ἡ)
κέστρα (ἡ): ἐργαλεῖο πού χρησιμεύει στήν γλυπτική καί στήν ζωγραφική μέσω ἐγκαύσεως, (ΑΡΧ. κέστρον).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κέστρα (ἡ): ἐργαλεῖο πού χρησιμεύει στήν γλυπτική καί στήν ζωγραφική μέσω ἐγκαύσεως, (ΑΡΧ. κέστρον).