αβαρεσιά (η)
η έλλειψη βαρεμάρας, το να είναι κανείς δραστήριος και φιλόπονος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το στερητικό α– και το ουσ. βαρεσιά < βαριέμαι (< βαρύς) + παραγωγικό επίθημα –σιά
(Π.Γ. Κριμπάς)