γρούσπα (η)
σπηλαιώδης κρυψώνα άγριου ζώου.
Πολλά αγρίμια φκιάνουν τις γρούσπες μόνα τους, σκάβοντας με τα νύχια. Η γρούσπα (φωλιά) της αλεπούς μάλιστα έχει δυο τρύπες, μια εισόδου και μια εξόδου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γροῦσπα /ἡ/ (Ἰ. crespa) = κρυψὼν ἀγρίου ζῴου, πτυχὴ τοῦ ἐδάφους.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης