καταρράκτης (ο) – καταρράχτης
- το σανιδένιο σκέπασμα, που κλείνει στην κορυφή της την εσωτερική σκάλα στα παλιά σπίτια.
- μεγάλο πριόνι για το κόψιμο των μεγάλων ξύλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καταρράχτης /ὁ/ (κατὰ-ράζω, ρέω) = ἐσωτερικὴ κλίμαξ, καταπακτή, μέγας πρίων κοπῆς κορμῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
καταρράκτης (ὁ): μικρό ἄνοιγμα στό δάπεδο ὀρόφου,πού ἀνοίγει κάθετα, καταπακτή, πού ὁδηγεῖ σέ σκάλα πού ἀνεβαίνει κανείς στήν σοφίτα ἤ κατεβαίνει στό ὑπόγειο.[1] (ΑΡΧ. καταρράκτης, καταρρηκτή θύρα).
[1] Καταρράχτης: «καί αὐτή ἡ θύρα ἀνοιγομένη καί κλειομένη καθέτως ὁμοίως ὡς νῦν λεγομένη, ἡ ἄλλως καταρρακτή, καταπακτή ἤ ἐπιρρακτή. Θύρα καταρράσσουσα κλιμάκων ἄνω», (ἥτις ἔν Ὀδ. Χ,126, ὀρσοθύρα ὀνομάζεται). Lidder-Scott, τ. IV, σελ. 25. Ἡ ἀναφορά αὐτή δείχνει τήν συνέχεια της δομικῆς καί γλωσσικῆς παραδόσεως ἀπό τήν προϊστορία μέχρι σήμερα.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Εδώ η καταπακτή θύρα. Από την αρχαία κατά και ρέω. Από το πάτωμα σκάλα οδηγούσε στο κατώι. Καταρράκτης και το μεγάλο πριόνι με δύο χειριστές (Κοντομίχης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
“Σ΄ αὐτὸν τὸν καταρράχτη”( σελ. 152, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ )
ὡς καὶ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, σημαίνει μέγαν ὄγκον ὑδάτων, κρημνιζομένων ἀπὸ ἀποτόμου βράχου.
Ἀλλὰ καταρράχτης καὶ ἡ καταπακτὴ θύρα. Ὅταν δὲ ἐπί τινων εὐρέων παραθύρων, συνήθως ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐργαστηρίοις τῶν καπήλων καὶ καλουμένων προβολῶν, ἐφαρμόζηται ὁ καταρράχτης, τότε καλεῖται καταπρόβολον.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο