Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρ(ου)λόψ(υ)χα

Καρ(ου)λόψ(υ)χα /ἡ/ (Ἰ. carrucola-ψυχὴ) = ὁ τροχίσκος τῆς τροχαλίας, τὸ ροδάκι τοῦ ξυλίνου καρουλιοῦ.
καρουλόψυχα / καρλόψ(υ)χα / καρλόψχα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.