καπνιὰ 28 Οκτ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Καπνιὰ § ἀσβόλη, τὸ τῆς ἀράχνης ὕφασμα. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν β΄ σημασίαν.