καντάρι ή στατέρι (το)
ζυγαριά με μακρύ στέλεχος και ένα δίσκο ζυγίσματος.
Το καντάρι είναι ο λεγόμενος “ρωμαϊκός ζυγός”. Το καντάρι ήταν σε χρήση στη Λευκάδα μέχρι πριν από 3-4 δεκαετίες.* .
Μερικοί το χρησιμοποιούν ακόμα με επικρατέστερη ονομασία στατέρι.
Σε κτγρ. του 1851: “και ένα παλιοστάτερο”.
φράσεις: “Δεν σε σ΄κώνει ή δε σε λέει, καντάρι”, άρα είσαι υπερβολικός, παράλογος. “Έφαγε ένα καντάρι” – “Σ΄ έφαγε στο καντάρι”.
*(από την εποχή που ο Κοντομίχης έγραφε το λεξικό)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λατινικής προέλευσης.
Κοινώς στατέρι. Στον πληθυντικό λέμε κατάρια (απέχει …).
Ο Κοραής (άτακτα, Α΄τόμος) διατυπώνει τη γνώμη ότι η λέξη κεντηνάρι “εξεχυδαίσθη σήμερον εις το κοντάριον (Ιταλικό contaro).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Από μοιρολόι (Μεγανήσι)
” … Την ξενιτειά, το θάνατο, το ντέρτι, το μαράζι,
τα τέσσερα τα ζύγισα μ΄ ένα βαρύ καντάρι.
Βαριά που είναι η ξενιτειά, βαρύτερα τα ξένα,
της ξενιτειάς ο θάνατος είναι πικρό φαρμάκι”
Μπολίτσα στο χρόνο