κάνε
τουλάχιστον, λοιπόν.
Μόνη της η λέξη δε λέει τίποτα. Συνεκφέρεται μαζί με άλλες. “Μη στο πω κάνε …” – “Θα πας, κάνε, στο μαγαζί;”- “Θα μας πληρώσει, κάνε, τα χρέη;” – “Τότε, κάνε, πώς το δέχτηκες;” – “Να περνάς, κάνε, να σε βλέπουμε” – “Δώσε μου, κάνε το κλειδί μου να μπω μέσα …”
κάνε και κάνε, λέμε σε περιπτώσεις αγανάκτησης: “Άει στο … καλό, κάνε και κάνε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάνε (κἅν) = τοὐλάχιστον, λοιπόν, ἀκόμη, εἰς ἐπίμετρον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κἄνε καὶ κἅν μόρ. ἐλατ. § τουλάχιστον.
Σημ. Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὸν πρῶτον τύπον (Σύλλ. 5).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου