καλούμ΄θέλει (επίρρ.)
είναι μια χαρά, πάει πολύ καλά, περνάει καλά κ.τλ.
“Τι κάνει ο αδερφός σου, πώς είναι;” – “Καλούμ΄θέλει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλοῦ μ’ θέλ(ει) /ἐπίρ./ (καλὸν-θέλω) = κατ’ εὐχήν, εὐτυχῶς, αἰσίως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης