κ΄ρεμάδια (κουρεμάδια) (τα)
φράση: “Άει στα κρεμάδια”, δηλ. χάσου από δω, φύγε από μπροστά μου, άντε να κουρεύεσαι.
Σε περίπτωση θανάτου, δηλοί ένδειξη συμπαράστασης: “Μπα, μαρή κ΄ρεμαδιασμέν΄, τι σ΄ ηύρε!” – “Μπα, κ΄ρεμάδα μ΄τι έπαθες!” Ίσως επειδή λόγω θανάτου κούρευαν τα μαλλιά τους, έσκιζαν τα μάγουλά τους και έσκουζαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)ρεμαδιὰ /ἡ/ (κούριμος) = γυνὴ κουρευμένη, πτωχή, ταλαίπωρος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης