Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιάρος -α, -ο

ο παρδαλός, ο παρδαλόχρωμος. Όνομα βοδιών. Μαύλισμα: “Λιάρο μου …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λιάρος -α -ο (λιαρός, Ἀλ. λjάρε -α) = στικτός, παρδαλός, πλουμιστός, ποικίλος. (ἐπίθετον τῶν βοῶν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λιάρος = παρδαλό ἀσπρόμαυρο ζῶο, ἡ λιάρα γίδα (ἡ ἀσπρόμαυρη γίδα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.