κ΄νιά (η)
η κούνια του μωρού. (κνιά)
Αστεϊσμός: “Να καεί η κούνια π΄σε κούναγε”.
Ύβρις: “Είναι παλιάνθρωπος, απατεώνας και ψεύτης από κούνια”.
Παροιμία: “Άσκημο μωρό στην κούνια, όμορφη κυρά στη ρούγα”.
Βλ. και Απομνημονεύματα Εύας Πάλμερ- Σικελιανού σε μτφρ. Τζον Π. Άντον: “Είδα και μια γυναίκα να περπατά μόνη μ΄ ένα υπέροχο λίκνισμα μέσα από έναν ελαιώνα (της Λευκάδας) γνέθοντας και κουβαλώντας στο κεφάλι μια κούνια με μωρό μέσα” (Ανακοίνωση: Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, Ηχώ της Λευκάδας. φύλλο 70/1992).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)νιὰ /ἡ/ (κινῶ) = λίκνον, κούνια, αἰώρα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης