κ΄μάντο (το)
τακτοποίηση, διοίκηση προμήθεια προνοητική οικονομία.
“Όταν είχα εγώ το κουμάντο, δε μας έλειπε τίποτα” – “κάνω το κμάντο μου” = προμηθεύομαι τα απαραίτητα τρόφιμα και εφόδια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)μάντο /τὸ/ (Ἰ. comando) = διεύθυνσις, πρόνοια, προμήθεια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης