Όλες οι λέξεις στο Φ
ποικιλία ντόπιου σταφυλιού, που οι ρόγες του δεν ωριμάζουν μαζί, η κάθε μια στο χρόνο της. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φτακῆλ(ι) / Ἑφτακῆλι /τὸ/ (ἑπτὰ-κηλέω) = ποικιλία ἐγχωρίου σταφυλῆς τῆς ὁποίας οἱ βότρυες ὡριμάζουν διαδοχικῶς μὲ ἱκανὴν χρονικὴν διάρκειαν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ποικιλια κουκιών. (Εφτακούκια). Λέγονταν έτσι γιατί η κάθ φούσκα-θήκη περιέχει εφτά κουκιά. Τα ΄λεγαν και μισοκούκια λόγω του μικρού μεγέθους. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Φταρν(η)τὸ /τὸ/ = πταρμός, πτάρνισμα.
Φταρνίζομαι = πταρνίζομαι. βλ. και φταρνιῶμαι
Φταρνιῶμαι = πτάρνυμαι, πταρνίζομαι. βλ. και φταρνίζομαι
το δέντρο πτελέα. Τα φύλλα, η ρίζα και ο καρπός της έχουν ιαματικές ιδιότητες. “Έπαρε τα φύλλα της πτελέας και τρίψε τα και ανακάτωσέ τα με το ξίδι να γένει ωσάν αλοιφή και άλειφε συχνά την λέπραν και υγιαίνει”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 119/4)
Φτενάδ(ι) /τὸ/ (εὐ-τείνω, φθίνω;) = λεπτὸν πρᾶγμα, ἰσχνὸν εἶδος.
Φτενεύω (εὐ-τείνω, φθίνω;) = λεπτύνω, ἀπισχναίνω -ομαι.
Φτενὸς -ὴ -ὸ (εὐ-τείνω, φθίνω) = λεπτός, ἰσχνός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φτενό = πολύ λεπτό πρᾶγμα (φτενή φέτα ψωμιοῦ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
μέρος του αλετριού που αποτελείται από δυο πλάγια φτενά ξύλα, που έμπαιναν στην αλετροπόδα, πίσω από το γενί και σαν προέκτασή του, κι είχαν προορισμό να παραμερίζουν τα χώματα, που ξάνοιγε το γενί, και συγχρόνως να φέρνουν τα κάτω χώματα απάνω, κάνοντας το αυλάκι κανονικό. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά . . . Περισσότερα
πέταμα των πουλιών Άγγ. Σικελιανός: “Λευκαδίτικη ραψωδία”: “Σύντας περνάνε οι γερανοί απάνω απ΄ τα χωράφια / κι η αργατιά στο φτέριασμα σηκώνει το κεφάλι …”.
Φτερν(ι)σᾶνος -α = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Φτερνό.
Φτέρνομαι = πτάρνυμαι, πταρνίζομαι.
φτερωτή ρόδα: του νερόμυλου, που πάνω στα φτερά της χτυπούσε το νερό, πέφτοντας ορμητικά από την “κρέμαση” του μύλου, και από κει μεταδιδόταν η κίνηση στα λιθάρια αλέσματος. Σήμερα δε λειτουργεί στο νησί κανένας νερόμυλος. (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 75-6). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φτερωτὴ . . . Περισσότερα
Φτζάν(ι) /τὸ/ (φλάζω; φλύζω; Τ. φινδζάν, Σ. φιλτζὰν) = κύμβη, κυάθιον, φλυτζάνι.
Φτηρν(η)τὸ /τὸ/ = πταρμός, πτάρνισμα.
κατασκευή
αβγατίζω, διαρκώ, μένω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φ(ου)τουράω (Ἰ. futuro, Λ. obduro) = διαρκῶ ἐπὶ μακρόν, πληθύνομαι, ὑπερεπαρκῶ διὰ τὴν συνήθη κατανάλωσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μέρος του νερόμυλου. Ο σκοτεινός και υπόγειος χώρος στο κέντρο του μύλου, κάτω από τα λιθάρια στον οποίο είναι τοποθετημένη η φτερωτή. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Φ(υ)λίζω (φύλλον, Ἰ. filizzare) = τὸ παλινδρομικὸν κτύπημα (παίξιμον) τοῦ ἱστίου ὅταν παράλληλον πρὸς τὸν ἄνεμον πλήσσεται ὑπ’ αὐτοῦ ἑκατέρωθεν.
μαζεύω φύλλα από το αμπέλι, τα δέντρα (συκιά – μουριά κ.λπ.) για να ταγίσω τα ζώα μου
Φ(υ)ντάν(ι) /τὸ/ (φυτόν, φυτάνη, Τ. φιdὰν) = νεαρὰ κηπόφυτα ἐκ σπορᾶς πρὸς ἀραιὰν μεταφύτευσιν.
το πολύ τσουχτερό κρύο. “Αυτό δεν είναι αγριοκαίρι, είναι φυό, παιδί μου” καταστροφή στις καλλιέργειες λόγω κακοκαιρίας ή ασθενειών. “Καταστράφηκαν τ΄ αμπέλια , λες κι έπεσε φυό”. Κατάρα: “Να σε πάρ΄ το φυό”.
γίνομαι ελαφρότερος, χάνω βάρος, έχω φύρα – “εφύρασαν τα ανοίγματα” και “εφύρασαν τα μυαλά του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φ(υ)ράω (Ἰ. furare) = ἐλαφρύνομαι, ἀνακουφίζομαι, χαλαροῦμαι. Φ(υ)ραίνω (Ἰ. furare) = ἀπομειοῦμαι, ὑφίσταμαι ἀφαίρεσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φ(υ)ρὶ-φ(υ)ρὶ (θυρὶ-θυρὶ) = ἐπιμόνως, ἀνενδότως, ὀχληρῶς, προκλητικῶς.
Φ(υ)ρὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. furare, furo) = ἐλλιπής, οὐχὶ ἐφαρμοστός, χαλαρός, ἡμιάνοικτος.
συσκευή για το τειάφισμα φυσητή συσκευή για τα καμίνια των χάβρων (=σιδηρουργών). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φ(υ)σερὸ /τὸ/ (φυσάω) = ἐργαλεῖον θειώσεως τῶν ἀμπέλων συνεκπέμπον ἀέρα, φυσητικὸν ὄργανον διὰ τὴν πυρὰν τοῦ σιδηρουργοῦ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
το ανδρικό μόριο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φύσ(ι) /ἡ/ (φύσις, Ἰ. fiso, fuso) = τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἄρρενος, τὸ ἀνδρικὸν πέος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
αυτός που φυσάει
φυσάει μανιωδώς ο αγέρας έκφραση υπερβολικά θυμωμένου ανθρώπου αναπνέω με δυσκολία, ασθμαίνομαι Φυσομάνημα – φυσομανητό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φ(υ)σομανάω (φυσάω-μαίνομαι, μανία, μένος) = ἀσθμαίνω, πνευστιῶ, λαχανιάζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης