αρταίνω
αρχ.: αρτύω.
βάζω στο φαγητό διάφορα αρτύματα για να γίνει πιο νόστιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρτένω § καρυκεύω· παθ. ἀρτένομαι = μολύνω τὴν τεσσαρακοστὴν διὰ τροφῆς ἀπηγορευμένης. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρτύνω (Σύλλ. 30).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου