Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρταίνω

αρχ.: αρτύω.
βάζω στο φαγητό διάφορα αρτύματα για να γίνει πιο νόστιμο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀρτένω § καρυκεύω· παθ. ἀρτένομαι = μολύνω τὴν τεσσαρακοστὴν διὰ τροφῆς ἀπηγορευμένης. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρτύνω (Σύλλ. 30).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.