φυράω ή φυραίνω
γίνομαι ελαφρότερος, χάνω βάρος, έχω φύρα – “εφύρασαν τα ανοίγματα” και “εφύρασαν τα μυαλά του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φ(υ)ράω (Ἰ. furare) = ἐλαφρύνομαι, ἀνακουφίζομαι, χαλαροῦμαι.
Φ(υ)ραίνω (Ἰ. furare) = ἀπομειοῦμαι, ὑφίσταμαι ἀφαίρεσιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης