μουνουχίζω 02 Μαρ, 2019 Μ 0 Σχόλια 0 Μουν(ου)χίζω = εὐνουχίζω, ἀποστειρώνω δι’ ἀποτομῆς τῶν ὄρχεων. βλ. μ(ου)νούχι