Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοιλάρφανο (το)

τα παιδιά που γεννιούνται μετά το θάνατο των ή του γονιού τους.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, Δ΄185: “Θα μείνει μαύρη χήρα / η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλάρφανά της / θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Κοιλάρφανο § τὸ ἐκ κοιλίας μητρὸς ὀρφανὸν βρέφος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.