φαγούρα (η)
- κνησμός. “Μ΄ έπιασε φαγούρα κι όλο ξύνομαι”
- συγκέντρωση των απαραίτητων εφοδίων τροφοδοσίας για να περάσει μια οικογένεια την χρονιά της.
Η φαγούρα διαφέρει ποιοτικά κατά τόπους. Για τη Λευκάδα, ήταν αρκετό το σιτάρι, το λάδι και τα όσπρια και ακόμα μια λάτα (=ντενεκές) παστές σαρδέλες. Η οικογένεια που εξασφάλιζε τα παραπάνω εθεωρείτο προνομιούχα.
Σε παλιό δικαστικό κατάστιχο (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) του 1745 διαβάζομε: “20 του αυτού, δια φαγούραν από 17 Οκτοβρίου έος την σημερινήν εξόδιασα λ.(ίρες) 189”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαγοῦρα /ἡ/ (τρώγω-φάγομαι) = κνισμός, κνίδωσις, ξυσμάρα, ἡ διά τινα χρόνον ἀπαιτουμένη πρὸς συντήρησιν ποσότης βασικῶν τροφίμων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης