μπουρλιάζω
Μπουρλιάζω (βροῦλον, Ἰ. burellare) = διαπερῶ, συνδέω δι’ ἱμάντος, σύρματος βούρλου κ.τ.ὅ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπουρλιάζω (βροῦλον, Ἰ. burellare) = διαπερῶ, συνδέω δι’ ἱμάντος, σύρματος βούρλου κ.τ.ὅ.