Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπονοβιάζω

προετοιμάζω το χωράφι για να το καλλιεργήσω. Το μπονόβιασμα γίνεται με ένα καλό όργωμα, αλλά και με “χλωρή λίπανση¨: δηλ. έσπερναν αγριοκόκι (=βίκο) ή κουκιά, τα θέριζαν και τα ΄φηκαν στη θέση τους, κι όταν ξεραινόταν όργωναν το χωράφι και έχωναν το αγριοκόκι ή τα κουκιά μέσα. Πολλοί τα ΄χωναν αθέριστα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπονοβιάζω (Ἰ. buona-via) = εἶμαι πρόσφορος πρὸς φύτευσιν ἢ σπορὰν λόγῳ προηγηθείσης προπαρασκευαστικῆς καλλιεργείας. «τὤσπρα πέρσυ κουκιὰ νὰ μπονοβιάσ’ γιὰ φέτο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπονοβιάζω = προετοιμάζω τό χωράφι μέ κοπριά γιά σπάρσιμο, τό χωράφι θεωρεῖται μπονοβιασμένο ὅταν τήν προηγούμενη χρονιά ἦταν σπαρμένο μέ ὄσπρια.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.