μπονοβιάζω
προετοιμάζω το χωράφι για να το καλλιεργήσω. Το μπονόβιασμα γίνεται με ένα καλό όργωμα, αλλά και με “χλωρή λίπανση¨: δηλ. έσπερναν αγριοκόκι (=βίκο) ή κουκιά, τα θέριζαν και τα ΄φηκαν στη θέση τους, κι όταν ξεραινόταν όργωναν το χωράφι και έχωναν το αγριοκόκι ή τα κουκιά μέσα. Πολλοί τα ΄χωναν αθέριστα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπονοβιάζω (Ἰ. buona-via) = εἶμαι πρόσφορος πρὸς φύτευσιν ἢ σπορὰν λόγῳ προηγηθείσης προπαρασκευαστικῆς καλλιεργείας. «τὤσπρα πέρσυ κουκιὰ νὰ μπονοβιάσ’ γιὰ φέτο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπονοβιάζω = προετοιμάζω τό χωράφι μέ κοπριά γιά σπάρσιμο, τό χωράφι θεωρεῖται μπονοβιασμένο ὅταν τήν προηγούμενη χρονιά ἦταν σπαρμένο μέ ὄσπρια.