Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κομμάτι (το)

  1. πορσελάνινο ή πήλινο (κυρίως) κουζινικό σκεύος που ρίχνουν οι νοικοκυρές και το σπάζουν στο δρόμο ή στην αυλή σου, το πρωί του Μ. Σαββάτου σύμφωνα με παλιό απαράβατο έθιμο, και μόλις χτυπήσουν οι καμπάνες για τη λειτουργία της ημέρας (λ. του Αγίου Βασιλείου).

    Τα συντρίμμια του σπασμένου αντικειμένου δεν κάνει να τα μαζέψουν το Μ. Σάββατο, αλλά από την άλλη μέρα, και μάλιστα όχι με τα χέρια, αλλά με σκούπα. Το κομμάτι – λένε – το ρίχνουν για να σκοτώσουν τον Ιούδα, που πρόδωσε το Χριστό. Άλλοι λένε πως το ρίχνουν για να σπάσει η θλίψη, η ησυχία και το πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας.

    Συγγενές έθιμο είναι το σπάσιμο πήλινων δοχείων με νερό που βρίσκονται δίπλα στους τάφους των νεκρών. Οι συγγενείς τους συνηθίζουν, την ίδια ώρα “που ρίχνουν το κομμάτι”, να αδειάζουν το νερό στον τάφο” για να δροσιστεί ο πεθαμένος” και εν συνεχεία σπάνε τη στάμνα πάνω στο μνήμα.

    Κατά την ώρα που πέφτει το κομμάτι γίνεται χαρμόσυνη κωδονοκρουσία όλων των εκκλησιών, ενώ η Φιλαρμονική περιέρχεται στους κεντρικούς δρόμους και παίζει διάφορα εμβατήρια. Το έθιμο ανάγεται στην εποχή της Ενετοκρατίας και τελείται σε όλα τα Επτάνησα.

    Να τι σημειώνει ο Ζακυνθινός Ιστοριοδίφης Ντίνος Κονόμος (1990):

    “Με το κομμάτι έχομε διάφορες πανηγυρικές εκδηλώσεις στη Ζάκυνθο: κανονιοβολισμούς και πυκνότατους πυροβολισμούς από δρόμους και σπίτια, χαρμόσυνες κωδονοκρουσίες απ΄ όλα τα καμπαναριά και πέταγμα στο δρόμο από τα παράθυρα των σπιτιών πήλινων αγγείων. Συγχρόνως εις τα σφαγεία αρχίζει η σφαγή των βοδιών με ταχύτατο ρυθμό. Το πρώτο σφαγμένο κι έτοιμο για πώληση βόδι, επευφημείται και δέχεται δώρα. Επί Βενετοκρατίας εκείνος που θα κατόρθωνε πρώτος να φέρει στον Προβλεπτή [ο Ενετός ανώτατος Διοικητής του νησιού] ένα κομμάτι κρέατος από το πρώτο σφαγμένο βόδι, έπαιρνε ως δώρο ένα χρυσό δουκάτο. Από το προσφερόμενο αυτό κομμάτι κρέατος επήρε το όνομά του όλο το έθιμο: “κομμάτι”. (Ντ. Κ. Ζακυνθινό Λεξιλόγιο, αθήνα 1960)

  2. κομμάτι (επίρρ.): μικρή ποσότητα πράγματος ή χρόνου ή αποστάσεως.

    Φράσεις: “Δώσε μου κομμάτ΄ ψωμί να φάω κι εγώ” – “Έκατσα κομμάτι στη βρύση, ξαπόστασα και ξεδίψασα” – “Είναι κομμάτ΄ στενό”. – “Είναι μακρυά από ΄δω το χωριό; – Είναι κομμάτι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κομμάτι /τὸ/ (κόπτω) = πήλινον δοχεῖον κατ’ ἔθος θραυόμενον ἅμ’ ὡς ἠχήση ὁ κώδων τῆς πρωΐας τοῦ Μ. Σαββάτου. «ἔρξε τὸ κομμάτι», ὑδρία τῆς ὁποίας χύνεται τὸ περιεχόμενον ἐπὶ τοῦ νωποῦ τάφου καὶ ἐν συνεχείᾳ θραύεται ἐπ’ αὐτοῦ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.