μπαταδούρος (ο)
- το ρόπτρον, το χτυπητήρι της πόρτας
- σιδερένιο σύνεργο των βαρελάδων, το οποίο χρησιμοποιούν για το σφίξιμο ή το λασκάρισμα των στεφανιών, είδος μικρού μαλακού καρφιού ή βίδας. Το κρατάει με το αριστερό του χέρι, το αρμόζει στο στεφάνι και το χτυπάει αλλεπάλληλα με χοντρό σφυρί, αλλάζοντας συνεχώς θέση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαταδοῦρος /ὁ/ (Ἰ. battitore) = πλήκτης, ρόπτρον, χτυπητῆρι τῆς θύρας, τὸ ἐργαλεῖον ποὺ κρατεῖ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὁ βαρελοποιὸς ἐπικρούων τὸ στέφανον διὰ τοῦ σφυρίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μπαταδοῦρος (ὁ): ρόπτρο, ( BEN. bataùro, battitore).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου