Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαταδούρος (ο)

  1. το ρόπτρον, το χτυπητήρι της πόρτας
  2. σιδερένιο σύνεργο των βαρελάδων, το οποίο χρησιμοποιούν για το σφίξιμο ή το λασκάρισμα των στεφανιών, είδος μικρού μαλακού καρφιού ή βίδας. Το κρατάει με το αριστερό του χέρι, το αρμόζει στο στεφάνι και το χτυπάει αλλεπάλληλα με χοντρό σφυρί, αλλάζοντας συνεχώς θέση.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαταδοῦρος /ὁ/ (Ἰ. battitore) = πλήκτης, ρόπτρον, χτυπητῆρι τῆς θύρας, τὸ ἐργαλεῖον ποὺ κρατεῖ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὁ βαρελοποιὸς ἐπικρούων τὸ στέφανον διὰ τοῦ σφυρίου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μπαταδοῦρος (ὁ): ρόπτρο, ( BEN.  bataùro, battitore).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.