άσμα (το)
άσθμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἆσμα /τὸ/ (ἀάζω, ἆσθμα) = δύσπνοια παθολογική, ᾆσθμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
άσθμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἆσμα /τὸ/ (ἀάζω, ἆσθμα) = δύσπνοια παθολογική, ᾆσθμα.