άντρακλας (ο)
- ο μεγαλόσωμος άντρας
- ολίσθηση, γλίστρημα: “Επήρε έναν άντρακλα και διάβηκε με μιας στην αυλή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄντρακλας: /ὁ/ (ἀνήρ) = ἀνὴρ μεγαλόσωμος, ἀντρούκλας. (Ἰ. traccolo) = φορὰ κατακρημνίσεως, ὀλισθήσεως κ.τ.τ. «ἐπῆρ’ ἕναν ἄντρακλα κι’ βρέθκε κάτ’ ἀπ’ τ’ σκάλα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης