Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άντρακλας (ο)

  1. ο μεγαλόσωμος άντρας
  2. ολίσθηση, γλίστρημα: “Επήρε έναν άντρακλα και διάβηκε με μιας στην αυλή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἄντρακλας:  /ὁ/ (ἀνήρ) = ἀνὴρ μεγαλόσωμος, ἀντρούκλας. (Ἰ. traccolo) = φορὰ κατακρημνίσεως, ὀλισθήσεως κ.τ.τ. «ἐπῆρ’ ἕναν ἄντρακλα κι’ βρέθκε κάτ’ ἀπ’ τ’ σκάλα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.