αντικόβω
αντιλέγω, επεμβαίνω στη συζήτηση διακόπτοντας κάποιον
“Μην με αντικόβεις” – “Με αντέκοψες και δε θυμάμαι τι έλεγα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντ(ι)κόβω: (ἀντὶ-κόπτω) = ἀνακόπτω, ἀντικρούω, ἀντιλέγω, ἐναντιοῦμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης