πασσαπόρτι 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πασσαπόρτι /τὸ/ (Ἰ. passaporto) = διαβατήριον, ἄδεια, ἐξιτήριον, ἀπολυτήριον.