άγγονας (ο)
εγγονός
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
το ά– του τύπου άγγονας, ο οποίος προέρχεται από το αρχ.ελλ. έγγονος με μετάπλαση θέματος λόγω προπαροξυτονίας (πβ. μάγειρος > μάγειρας, πάγουρος > κάβουρας κ.ά.), οφείλεται σε συνεκφορά του τύπου εγγόνι με το αόριστο άρθρο ενικού και το οριστικό άρθρο πληθυντικού (τ.έ. ένα εγγόνι > ένα ‘γγόνι, τα εγγόνια > τα ‘γγόνια) η οποία οδήγησε σε έκκρουση του ασθενέστερου [e] και επικράτηση του ισχυρότερου [a]. Κατόπιν, το α– επεκτάθηκε αναλογικά και στους τύπους έγγονας/εγγόνα > άγγονας/αγγόνα)
(Π.Γ. Κριμπάς)