Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλαψά (η)

ξαφνική κι στιγμιαία λάμψη, ένεκα αστραπής, έκρηξης κ.λπ.
Απότομη λάμψη.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλαψά:  /ἡ/ = στιγμιαῖα λάμψις (ἀστραπῆς, ἐκρήξεως, πυροβολισμοῦ κ.λ.π.).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
μοιάζει να ανάγεται στο εκλάμπω > έκλαμψις > *εκλαμψία > *εγλαμψία > αλαψιά, όπου το αρχικό /a/ οφείλεται σε αφομοίωση με το επόμενο /a/ (το εκλαμψία ως ιατρικός όρος είναι νεότερο και δεν συνυπολογίζεται στην ετυμολογική αλυσίδα της λέξης αλαψά)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.