Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για λουμίνι

λάμπασμα (το)

το αποτέλεσμα του λαμπάζω. φρ.: “Τέτοιο λάμπασμα δεν το ξανάπαθα”. Φάντασμα, ξωτικό: “Να φυλάγεσαι από τα λαμπάσματα τα μεσημέρια του Αυγούστου και τις νύχτες του καλοκαιριού”. Άνθρωπος αδύνατος, έπειτα από αρρώστια ή άλλα δεινά: “Πως κατάντησε έτσι ο καημένος! Σωστό λάμπασμα!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Από . . . Περισσότερα

λουμίνι (το)

φωτιστικό σύνεργο από λάτα με φιτίλι στην κορυφή  που φέγγει με πετρέλαιο. Το κρεμούν στο λυχνοστάτη, όπου και το λυχνάρι. (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα , σελ 67). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λ(ου)μίνι /τὸ/ (Ἰ. lumino) = λύχνος ἐλαίου ἐκ λευκοσιδήρου σχήματος κωνικοῦ μὲ . . . Περισσότερα

λυχνοστάτης (ο)

κινητός ξύλινος πάσσαλος μπηγμένος σε πέτρινη ή ξύλινη βάση, στον οποίον κρεμούν από ένα καρφί το λυχνάρι ή το λουμίνι. Η θέση του λυχνοστάτη είναι πάντα δίπλα στο τζάκι (γωνιά). Σε καταγραφή του 1784, Νο 27 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), βλέπομε: “Ένας λυχνοστάτης ξύλινος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

φ(υ)τίλια

Φυτίλια (και με -ι-, φιτίλι). Λέμε αυτό το ρούχο “έγινε φτίλια” εφθάρη. Φιτίλι(ον), υποκοριτικό του αρχαίου πτίλον, ίσως με επίδραση του τουρκικού fitil (Ανδριώτης). Ως γνωστόν τα φιτίλια για το καντήλι ή το λυχνάρι τότε πριν βγουν τα λουμίνια του εμπορίου, γινόταν με στριφτό βαμβάκι που εύκολα ξεφτίζει, όπως και . . . Περισσότερα