Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για κοφφα

κόφα (η)

μεγάλα, πλατιά και ελαφρά καλαμένια σκεύη, που το ύψος τους κυμαινόταν από 0.50-0.80 μ. Είχαν δυό χερούλια. Με αυτά μετέφεραν διάφορα προϊόντα, ιδίως σταφύλια. Επίσης έβαναν μαλλιά και παλιά ρούχα προορισμένα για κουρελοποίηση. Με τις κόφες μεταφέρανε το γιώμα στις αργατιές και τα κανίσκια στους γάμους. Υπήρχαν και καλές κόφες, . . . Περισσότερα

κοφινίδα ή κοφινίδι

μικρή κόφα με κούπωμα σε κωνοειδές σχήμα, πλεκτή με βέργες λυγαριάς ή καλάμια. Σε κτγρφ. 1806: “κοφινάδα βέργινη” – 1784: “ένα κοφινίδι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κοφφινίδα /ἡ/ (Ἰ. coffa) = μικρὰ «κόφφα» ἐκ λεπτοτέρου ὑλικοῦ μετὰ πώματος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κοφινάδα = στενόμακρη . . . Περισσότερα

κόφφα

Κόφφα /ἡ/ (Ἰ. coffa) = προσωρινὸν ἀποδοχεῖον καὶ μέσον μεταφορᾶς στερεῶν κατὰ τὸ μᾶλλον πραγμάτων ἢ καρπῶν, πεπλεγμένον ἐκ κλαδίσκων λυγαριᾶς ἢ ἰτέας καὶ παρασχίδων καλάμου μετρία εἰς ὕψος (0,30-0,50 μ.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης κατασκευαζόταν από το στέλεχος του σιταριού, από το τελευταίο κόμπο ως τη βάση του . . . Περισσότερα

κοφφίνι

Κοφφίνι /τὸ/ (Ἰ. coffino) = ὑψηλὴ «κόφφα» πρὸς ἀμφίπλευρον ζῳοφόρτωσιν σταφυλῶν, τοματῶν καὶ ἄλλων παραπλησίων πραγμάτων μὴ ἐπιδεχομένων συμπίεσιν ἐντὸς σάκων. βλ. και κοφίνι