καμπουχένιο
επίθ. φτιαγμένο από καμπούχι, δηλ. το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα του αργαλειού, με ποικίλα σχέδια που εχρησιμοποιείτο για τα καλά φορέματα των ευκατάστατων κυριων της Χώρας, αλλά και για ιερατικές στολές.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
επίθ. φτιαγμένο από καμπούχι, δηλ. το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα του αργαλειού, με ποικίλα σχέδια που εχρησιμοποιείτο για τα καλά φορέματα των ευκατάστατων κυριων της Χώρας, αλλά και για ιερατικές στολές.