Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόφα (η)

μεγάλα, πλατιά και ελαφρά καλαμένια σκεύη, που το ύψος τους κυμαινόταν από 0.50-0.80 μ. Είχαν δυό χερούλια. Με αυτά μετέφεραν διάφορα προϊόντα, ιδίως σταφύλια. Επίσης έβαναν μαλλιά και παλιά ρούχα προορισμένα για κουρελοποίηση. Με τις κόφες μεταφέρανε το γιώμα στις αργατιές και τα κανίσκια στους γάμους. Υπήρχαν και καλές κόφες, από τη Βενετία, που τις χρησιμοποιούσαν για οικιακή χρήση στα σπίτια τους οι ευκατάστες οικογένειες των εμπόρων και των μικροαστών.
Σε κατγρ. του 1724 έχομε: “κόφα βενετική”
φράση: “Πούλησα δυο κόφες ραζάκι και πήρα γνέμα”.

βλ. και κόφφα

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.