φούμπια (η)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φούμπια /ἡ/ (Ἰ. fibbia) = μεταλλικὸς συνδετήρ, πόρπη, ἀγκράφα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φούμπια /ἡ/ (Ἰ. fibbia) = μεταλλικὸς συνδετήρ, πόρπη, ἀγκράφα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης