τσουφλώνω
βουλώνω, φράζω. “Έτσούφλωσε ο νεροχύτης”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσουφλώνω (εἰς, σὺν-φλόος) = ἐμφράσσω, ἐμφράσσομαι ἀθελήτως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βουλώνω, φράζω. “Έτσούφλωσε ο νεροχύτης”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσουφλώνω (εἰς, σὺν-φλόος) = ἐμφράσσω, ἐμφράσσομαι ἀθελήτως.