τσερνιάζω
μουδιάζω, μυρμηγκιάζω
“τσερνιάζει το χέρι μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσερνιάζω (Ἰ. cerene, Ἀλ. τσέρμε-jα) = ἀναισθητῶ τοπικῶς, μουδιάζω, πιάνομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μουδιάζω (και γιατσέρνω, κρυώνω).
Πιθανότατα από τη λέξη κερί, που στα ιταλικά γράφεται cera και προφέρεται τσέρα. Έτσι έχουμε κερνιάζω, κερανίζω (γίνομαι χλωμός σαν κερί), τσερνιάζω.
Λέμε: Ετσέρνιασε το κορμί μου, μ΄ έπιασε σύγκρυο (ανατριχίλα), που φαίνεται κι απ΄ το χλωμό πρόσωπο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τσερνιάζω = μουδιάζω, μερμηγκιάζω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής