τρίτσι (το)
- ρούχο παλιό και τρύπιο με μπαλώματα. Το ρήμα τριτσώνω = μπαλώνω, συμμαζεύω το φθαρμένο ρούχο
- τριτσώνω τα ασκιά = τα ράβω στο απάνω ανοιχτό μέρος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρίτσ(ι)-τρίτσ(ι) (Ἰ. drizzare) = πλῆρες ἐμβαλωμάτων (ἔνδυμα).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης