τρίμμα (η)
μικρό κομμάτι ψωμιού, ψίχουλο.
μτφ.: λέγεται για πολλά πράγματα: Π.χ. “έφαγα ένα τρίμμα κρέας” – “Ένα τρίμμα φαΐ, και δεν μπορούμε να το απολαύσουμε” – “έβαλα στην πίτα ένα τρίμμα τυρί που το φύλαγα” – “δώσ΄ του κι αυτουνού ένα τρίμμα να μη ζηλεύει” ( μεταξύ παιδιών).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρίμα /τὸ/ (τρίβω, θρύμμα) = ἐλάχιστον, ψίχουλον: «ἕνα τρίμα ψωμάκι».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τρίμμα (τρίβω). Ο Βαλαωρίτης, πάλι στο Φωτεινό του (2, σελ. 350) ” … και δόσε του ένα τρίμμα” (από τη δύναμη σου, Χριστέ). Και σε μας ένα τρίμμα (κομμάτι) ψωμί.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τρίμμα τρίμμα-τρίμματα. Συνηθέστατα εἶνε εἰς χρῆσιν ἀντὶ τοῦ ὀλίγον. Φρ. δόμ᾿ ἕνα τρίμμα ψωμὶ – στάσου ἕνα τρίμμα – τριμμάκι = ᾿λιγάκι.